- κάνασθον
- κάνασθον, τὸ (Α)επιγρ. αντί κάνιστρον*, πανέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα. Δυσερμήνευτη η κατάλ. -σθον, που απαντά μόνο στο παρόν ουσιαστικό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek